- γηραλέοι
- γηραιόςagedmasc nom/voc pl (epic)γηραιόςagedmasc nom/voc plγηραιόςagedmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γηράλεοι — γηραλέος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Силлабо-метрическое стихосложение — Содержание 1 Отличие силлабо метрики от метрики 2 Возникновение и развитие … Википедия
επισχερώ — ἐπισχερώ (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.) 2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.) 3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες … Dictionary of Greek